- εὐρύφωνος
- εὐρύφωνοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευρύφωνος — εὐρύφωνος, ον (Μ) αυτός που ηχεί δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φωνος (< φωνή), πρβλ. ά φωνος, εύ φωνος] … Dictionary of Greek
εὐρύφωνον — εὐρύφωνος masc/fem acc sg εὐρύφωνος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυφωνότατος — εὐρύφωνος masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυφωνότερος — εὐρύφωνος masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύφωνοι — εὐρύφωνος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
ευρυφωνία — εὐρυφωνία, ἡ (Α) [ευρύφωνος] ευρύτητα φωνής, ευρύτητα ήχου … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek